top of page

Τι σημαίνει να είσαι νέος πολιτικός

Έγινε ενημέρωση: 11 Μαΐ 2022





Καλό απόγευμα σε όλους.


Επιτρέψτε μου καταρχάς να συστηθώ. Ονομάζομαι Γιάννης Κεφαλογιάννης, είμαι δικηγόρος και από το καλοκαίρι του 2012 εκλέγομαι Βουλευτής στο Ρέθυμνο με τη Νέα Δημοκρατία.


Όπως έχετε δει και στο πρόγραμμα, επέλεξα να σας μιλήσω για το τι σημαίνει να είσαι νέος πολιτικός στην Ελλάδα. Προφανώς υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μιλήσει κανείς γι' αυτό, σε ότι με αφορά, ωστόσο, θα επιχειρήσω να μεταφέρω τη δική μου εμπειρία και να δώσω κάπως μια πιο προσωπική χροιά.

Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, καθώς οργάνωνα τη σκέψη μου ήταν το εξής ερώτημα: Τι το ιδιαίτερο έχει ένας νέος πολιτικός; Γιατί και σε τι διαφέρει από τους παλιούς;


Μετά άρχισα να μπαίνω στα βαθιά: Νέος στην ηλικία ή νέος στις ιδέες; Τι από τα δύο είναι πιο σημαντικό; Να είσαι νέος ηλικιακά με ιδέες που δεν απαντούν στις ανάγκες της κοινωνίας; Ή να είσαι μεγαλύτερος σε ηλικία και κάθε ιδέα, προσέγγιση ή άποψη σου να περιέχει ένα απόσταγμα σοφίας και εμπειρίας που ανανεώνει την οπτική γωνία και απαντά αποτελεσματικά στα κοινωνικά ζητήματα;


Σε ότι με αφορά θα σας μιλήσω για την εμπειρία ενός νέου ηλικιακά πολιτικού που προσπαθεί, όσο μπορεί, να πείσει και να περάσει ορισμένες ιδέες που πιστεύει ότι ανταποκρίνονται καλύτερα στις απαιτήσεις των καιρών.


Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.


Γιατί ένας νέος άνθρωπος ασχολείται με την ενεργό πολιτική; Νομίζω ότι οι απαντήσεις είναι τόσες πολλές όσοι και οι άνθρωποι. Στη δική μου περίπτωση μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου η πολιτική ως θέμα συζήτησης κυριαρχούσε. Με τον θείο μου Γιάννη Κεφαλογιάννη, Βουλευτή Ρεθύμνου για πολλά χρόνια, και τον πατέρα μου Αχιλλέα, στενό του συνεργάτη, το περιβάλλον ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκό για να κατανοήσω και να αισθανθώ τις δυσκολίες, τις πίκρες αλλά συχνά και την ικανοποίηση που σου δίνει η ενασχόληση με τα κοινά.


Θα μου πείτε: Αν δεν σας έλεγαν Κεφαλογιάννη θα είχατε πάρει αυτή την απόφαση; Εγώ θα την κάνω ακόμη πιο τολμηρή. Αν δεν σας έλεγαν Κεφαλογιάννη θα είχατε εκλεγεί;


Μπορεί και όχι, είναι η απάντηση. Τα βιώματά μας καθορίζουν συχνά τις επιλογές μας. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε μια πρώτη «μαγιά», η «έξωθεν καλή μαρτυρία», ας πούμε του πολιτικού παρελθόντος του πατέρα μου και του θείου μου. Ας πούμε ότι η πολιτική καταγωγή ήταν μια μορφή «διαβατηρίου» για την είσοδο στην Πολιτική.


Όμως, το διαβατήριο αυτό συχνά λειτουργεί και ως βαρίδιο. Οι συγγενείς μου δεν είχαν μόνο πολιτικούς φίλους αλλά και πολιτικούς αντιπάλους. Συνεπώς δεν κληρονομείς μόνο τους πρώτους αλλά παίρνεις και τους δεύτερους. Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας ξέρει κάτι περισσότερο να μας πει επί αυτού.


Το σημαντικότερο πρόβλημα όμως είναι ότι η κληρονομιά του ονόματος συχνά δημιουργεί συγκεκριμένες προσδοκίες. Όσοι αρχικά σε έχουν ψηφίσει, επειδή λέγεσαι Κεφαλογιάννης, περιμένουν από εσένα συγκεκριμένη πολιτική συμπεριφορά, συγκεκριμένο τρόπο δράσης - ακόμη και συγκεκριμένο πολιτικό ύφος.


Το να πέσεις σε αυτή την παγίδα είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα για ένα νέο πολιτικό. Είναι προφανές ότι οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί, έχουμε το δικό μας ύφος, το δικό μας τρόπο κατανόησης της πραγματικότητας και, κατά συνεπεία, το δικό μας τρόπο αντίδρασης.


Η πρώτη μάχη λοιπόν που πρέπει να δώσει ένας νέος πολιτικός είναι η μάχη να επικοινωνήσει με τους πολίτες τον δικό του τρόπο αντίληψης των πραγμάτων. Να αφήσει το δικό του στίγμα.

Συνήθως η «μάχη» αυτή δίνεται πιο εύκολα στο τοπικό επίπεδο παρά στο κεντρικό. Στο τοπικό επίπεδο κυριαρχούν οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι επαφές με τους πολίτες είναι πιο συχνές, άρα το μήνυμα περνά και πιο γρήγορα.


Σε κεντρικό επίπεδο, τα πράγματα είναι κάπως πιο αφηρημένα. Θυμηθείτε για παράδειγμα ότι ένα από τα προβλήματα που καλούνταν ο σημερινός πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας να διαχειριστεί, όταν διεκδικούσε την αρχηγία του κόμματος, ήταν η κληρονομιά του πολιτικού ονόματός του, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε διαγράψει μια αξιοσημείωτη τροχιά στην πολιτική, καταφέρνοντας να αφήσει το δικό του στίγμα.


Συνοψίζοντας, το πρώτο πράγμα που καλείται να διαχειριστεί ένας νέος πολιτικός - και ιδιαίτερα ένας πολιτικός με πολιτική καταγωγή- είναι η «εικόνα» του: Το πώς δηλαδή θα μπορέσει να καταστήσει σαφείς τις συντεταγμένες της πολιτικής του παρουσίας ως προς το ύφος, την πολιτική συμπεριφορά, τις απόψεις και τις πολιτικές του προτάσεις. Όσο πιο γρήγορα το καταφέρει τόσο μεγαλύτερα είναι τα περιθώρια αποτελεσματικής πολιτικής δράσης.


Το δεύτερο πράγμα που καλούνται να διαχειριστούν οι νέοι πολιτικοί είναι η σχέση με τον πολιτικό φορέα που τους ανέδειξε. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έρθουν και αντιμέτωποι με παθογένειες, παγιωμένες καταστάσεις και αντιλήψεις που δεν είναι εύκολο να αλλάξουν.


Ένα παράδειγμα. Σε όλα τα κόμματα - και ιδίως στα κόμματα εξουσίας - η πολιτική αναφορά ενός πολιτικού γίνεται σε σχέση με κάποιο πρόσωπο. Στο ΠΑΣΟΚ υπάρχουν οι παπανδρεϊκοί, οι σημιτικοί, οι βενιζελικοί. Στη Νέα Δημοκρατία θα έχετε ακούσει για καραμανλικούς, μητσοτακικούς ή σαμαρικούς. Στο ΣΥΡΙΖΑ, αφήστε το καλύτερα…


Υποτίθεται πως όλοι αυτοί οι προσδιορισμοί εκφράζουν κάτι συγκεκριμένο. Αυτό το "συγκεκριμένο" όμως περιορίζει, αν δεν ακυρώνει τη δυναμική και τη διείσδυση των απόψεων ενός πολιτικού.


Εντάσσεσαι σε ένα κόμμα γιατί εκφράζει (δικές σου) αξίες που διαμορφώθηκαν προϊόντος του χρόνου από πάρα πολλά πρόσωπα και διαφορετικές πολιτικές. Για παράδειγμα, το 1974 οι διεθνείς συνθήκες ευνοούσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στο να προωθήσει ένα κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία. Το 1985 όμως το ζητούμενο στην οικονομία ήταν εντελώς διαφορετικό και αυτό μπορούσε να το υπερασπίσει πολύ καλύτερα τότε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Αυτές οι δύο πολιτικές σχολές συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται μέσα στη Νέα Δημοκρατία, είναι στο ιδεολογικό της οπλοστάσιο. Και αυτό είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα που τις επιτρέπει να μπορεί να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των καιρών και της κάθε εποχής. Είναι μάλλον ανόητο να αυτοπεριοριζουμε την παρουσία μας με όρους του 19ου αιώνα.


Το τρίτο πράγμα που καλείται να διαχειριστεί ένας νέος πολιτικός είναι αυτή ακριβώς η ιδιότητα του νέου. Όπως ξέρετε το ζήτημα της ανανέωσης της πολιτικής είναι ένα αγαπημένο ζήτημα για τα μέσα ενημέρωσης, τους διανοούμενους και το πολιτικό σύστημα. Νομίζω ότι δεν υπάρχει πολιτικό κόμμα που να μην ευαγγελίζεται την πολιτική ανανέωση και την είσοδο των νέων στην Πολιτική.


Μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον δύο κόμματα στις τελευταίες εκλογές- τον ΣΥΡΙΖΑ και το Ποτάμι - που είχαν ως βασικό πολιτικό τους σύνθημα την ανανέωση. Θα θυμάστε ίσως το προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ «να τελειώνουμε με το παλιό».


Η γενική απαίτηση για ανανέωση του πολιτικού προσωπικού δημιουργεί μια σειρά από προσδοκίες στον νέο πολιτικό οι οποίες συχνά τον εγκλωβίζουν. Πολλοί νέοι πολιτικοί μάλιστα εγκλωβίζονται σε τέτοιο βαθμό που το να είσαι νέος πολιτικός γίνεται αυτοσκοπός.

Αυτή η αγωνία των νέων πολιτικών να αποδείξουν ότι είναι νέοι επιφέρει συχνά το αντίθετο αποτέλεσμα. Φαίνονται - και φέρονται μάλλον - ως γηρασμένοι. Το πρόβλημα με το νέο είναι ότι είναι μια τόσο αφηρημένη έννοια που χωράει τα πάντα. Η Χρυσή Αυγή για παράδειγμα και ο τρόπος που πολιτεύονται οι Βουλευτές της ήταν για πολλούς συμπολίτες μας κάτι νέο. Είναι όμως έτσι; Νομίζω συμφωνείτε πως όχι.


Το ζητούμενο δεν είναι το νέο γενικά και αόριστα. Το ζητούμενο είναι ένα πρόσωπο που είναι φορέας μια πολιτικής πρακτικής, μια πολιτικής πρότασης που βοηθάει να ανανεωθεί ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο: Η φιλελεύθερη δημοκρατία.


Αν δεχθούμε αυτή την προϋπόθεση τότε ένας νέος πολιτικός θα πρέπει πρώτα να κριθεί από αυτή του την ικανότητα. Δε συμβαίνει πάντα. Συχνά ο νέος πολιτικός γίνεται το άλλοθι για να επιβεβαιωθεί το παλιό. Δείτε για παράδειγμα τη στιγμή που ο κ. Τσίπρας κάθισε στο σαλόνι μετά τον ανασχηματισμό με τους υπουργούς τη γενιάς του. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα ισχυρό συμβολισμό. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν τίποτε περισσότερο, στο βαθμό που οι νέοι αυτοί δεν εκφράζουν μια αλλαγή πολιτικής.


Ένας νέος πολιτικός λογικά θα έπρεπε να έχει κάποιες ευκαιρίες να αναδείξει τις ιδέες του, την πολιτική του δράση. Προσωπικά ανήκω στους τυχερούς. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τίμησε δίνοντας μου αρχικά την ευθύνη του Τομέα Εξωτερικών ενώ από το 2016 ασκώ τα καθήκοντα του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου.


Δεν έχουν όμως όλοι οι νέοι πολιτικοί τις ίδιες ευκαιρίες. Συχνά βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα αυστηρά δομημένο σύστημα κομματικής ιεραρχίας όπου κυριαρχεί το κριτήριο της παλαιότητας. Προσέξτε: Όχι της εμπειρίας, αλλά του πόσα χρόνια είναι κάποιος Βουλευτής.


Συχνά ο νέος Βουλευτής γίνεται το άλλοθι για τη διαιώνιση παλιών προσώπων. Είναι το επικοινωνιακό τυράκι στη φάκα ενός συστήματος που βρίσκει στο πρόσωπο του, τον τρόπο για να αναπαράγει τον εαυτό του.

Αυτό που σίγουρα ισχύει είναι ότι οι νέοι πολιτικοί στην Ελλάδα δεν παίρνουν αρκετές ευκαιρίες ώστε να δείξουν τι μπορούν να κάνουν, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Αυτό συμβαίνει γιατί οι παλαιότεροι πολιτικοί – συχνά κρίνοντας και από τους ίδιους τους τους εαυτούς- δεν αξιολογούν τους νέους πολιτικούς από το πώς συμπεριφέρονται πολιτικά ή το τι πιστεύουν, αλλά αποκλειστικά και μόνο από το γεγονός ότι είναι νέοι: Δηλαδή άπειροι, παρορμητικοί, ίσως αφελείς και μάλλον περισσότερο ιδεαλιστές απ όσο αντέχει η πραγματικότητα.


Πιστεύω ότι η κατάσταση αυτή δειλά - δειλά αλλάζει. Η πιο σοβαρή και συστηματική προσπάθεια για την ηλικιακή και ιδεολογική ανανέωση της πολιτικής ζωής – χωρίς να θέλω να αδικήσω αλλά κόμματα – γίνεται αυτή τη στιγμή στη Νέα Δημοκρατία, όπου μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει ότι σημαντικές θέσεις ευθύνης στο κόμμα έχουν αναληφθεί από νέα πρόσωπα.


Αν θα μπορούσα λοιπόν να συνοψίσω για το τι σημαίνει να είσαι νέος πολιτικός στην Ελλάδα του 2018 θα έλεγα ότι αυτό ισοδυναμεί σήμερα με το να έχεις μπροστά σου μια ευκαιρία, έναν κίνδυνο και μια πρόκληση.


Η ευκαιρία προκύπτει από το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία αρέσκεται γενικά στο άκουσμα του νέου. Η προδιάθεση της είναι κατά βάση θετική στην ηλικιακή ανανέωση. Ο κίνδυνος προέρχεται όταν ο πολιτικός δίνει μορφή και περιεχόμενο στο νέο. Εκεί δοκιμάζονται τόσο οι αντοχές του όσο και της κοινωνίας που τον επέλεξε γιατί ακριβώς συχνά το νέο σηματοδοτεί ρήξη με το παλιό. Η πρόκληση συνίσταται στο να υπάρξει ο αναγκαίος συγχρονισμός, η συναντίληψη ανάμεσα στους πολίτες και τον πολιτικό για το τι συνιστά νέο.


Όταν αυτό συμβαίνει οι κοινωνίες κάνουν βήματα μπροστά. Και είναι αυτό που έχει ανάγκη σήμερα η ελληνική κοινωνία.




















Comentários


bottom of page